- σκάρταρω
- (αόρ. σκαρτάρισα) 1. μετ.1) браковать, выбраковывать; 2) карт, скидывать; 2. αμετ. становиться бесполезным, ненужным, негодным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαρτάρω — Ν 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαιρώ, βγάζω από την τράπουλα τα φύλλα που είναι περιττά για το παιχνίδι ή τά αντικαθιστώ με άλλα 2. αφαιρώ, πετώ κάτι το περιττό, άχρηστο ή κατώτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scartare] … Dictionary of Greek
σκαρτάρω — σκάρταρα (λ. ιταλ.), πετώ τα άχρηστα πράγματα, ξεκαθαρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκαρτάρω — 1. αφαιρώ από την τράπουλα τα χαρτιά που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. βγάζω τα σκάρτα, αποβάλλω από ένα σύνολο τα άχρηστα ή περιττά πράγματα, ξεδιαλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαρτάρω «αποβάλλω τα… … Dictionary of Greek
σκαρτάδος — ο, θηλ. σκαρτάδα, Ν [σκαρτάρω] 1. άνθρωπος άχρηστος, σκάρτος 2. αυτός που σκέπτεται και συμπεριφέρεται παράξενα, που έχει χάσει τα λογικά του, ανισόρροπος, παλαβός … Dictionary of Greek
σκαρτάρισμα — το, Ν [σκαρτάρω] 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή αντικατάσταση από άλλα, ξακαθάρισμα, ξεσκαρτάρισμα 2. αφαίρεση ή πέταγμα άχρηστων ή περιττών αντικειμένων … Dictionary of Greek